GLOSSARY ENTRY (DERIVED FROM QUESTION BELOW) | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
|
20:45 Jan 23, 2004 |
English to Greek translations [Non-PRO] | ||||
---|---|---|---|---|
|
| |||
| Selected response from: Vicky Papaprodromou Greece Local time: 19:35 | |||
Grading comment
|
Summary of answers provided | ||||
---|---|---|---|---|
5 +20 | πλούσιος, ευκατάστατος, εύπορος |
|
πλούσιος, ευκατάστατος, εύπορος Explanation: Efluent] ουσ. γεωγρ. παραπόταμος # επίθ. πλούσιος, ευκατάστατος, εύπορος: affluent parents πλούσιοι γονείς # άφθονος, πλουσιοπάροχος: the affluent society η κοινωνία της αφθονίας, η καταναλωτική κοινωνία Magenta gold |
| |
Grading comment
| ||