Jun 15, 2015 11:43
9 yrs ago
3 viewers *
Greek term
τα θεία
Greek to English
Social Sciences
Geography
Topology
Greetings
Please see the Greek Wiki on Άνω Περίθεια Κέρκυρας:
https://el.wikipedia.org/wiki/Άνω_Περίθεια_Κέρκυρας
Ότι δηλαδή περιβάλλεται από τα θεία (Περί-θεία), αφού το χωριό πρέπει να κτίστηκε τα προχριστιανικά χρόνια, γεγονός που σημαίνει ότι τότε, και πάντως πριν κτιστούν ακόμη οι εκκλησίες, του δόθηκε και το συγκεκριμένο όνομα.
Is this an adjective ‘θείος’ being used as a noun, I wonder. But why would it be neuter (plural)?
Best wishes, and many thanks,
Simon
Please see the Greek Wiki on Άνω Περίθεια Κέρκυρας:
https://el.wikipedia.org/wiki/Άνω_Περίθεια_Κέρκυρας
Ότι δηλαδή περιβάλλεται από τα θεία (Περί-θεία), αφού το χωριό πρέπει να κτίστηκε τα προχριστιανικά χρόνια, γεγονός που σημαίνει ότι τότε, και πάντως πριν κτιστούν ακόμη οι εκκλησίες, του δόθηκε και το συγκεκριμένο όνομα.
Is this an adjective ‘θείος’ being used as a noun, I wonder. But why would it be neuter (plural)?
Best wishes, and many thanks,
Simon
Proposed translations
(English)
3 +5 | devine | Vasiliki Zorba |
3 +1 | holies / sacred | Dave Bindon |
3 | places of worship | Nadia-Anastasia Fahmi |
Proposed translations
+5
23 mins
Selected
devine
"Τα θεία" refers to religious subjects (related to God - Θεός) and can be translated as "devine".
HOWEVER, in this case the term refers to the churches in the area. As the problem is explaining the name of the village, I suggest that you explain the origin of the name in brackets, saying that in Greek "theia" means "divine".
I hope that helps.
Extract from the ΛΚΝ dictionary:
θείος -α -ο [θíos] Ε4 : 1. που έχει σχέση με το Θεό. α. που ανήκει στο Θεό ή προέρχεται από αυτόν· θεϊκός1: Θεία δύναμη / θέληση / Πρόνοια* / Xάρη* / Δίκη*. Θείο βρέφος, ο νεογέννητος Xριστός. Tο Θείο Δράμα, τα πάθη του Xριστού. β. που έχει σχέση με τη θρησκεία ή με τη λατρεία· ιερός: Θεία Λειτουργία / Kοινωνία. Tο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. || (ως ουσ.) το θείο, ο Θεός γενικά: Οι διάφορες θρησκείες στήριξαν τον κώδικα της ηθικής στη βούληση του θείου. || (ως ουσ.) τα θεία, καθετί που σχετίζεται με το Θεό, τη θρησκεία ή τη λατρεία: Mη βρίζεις τα θεία.
--------------------------------------------------
Note added at 24 mins (2015-06-15 12:08:45 GMT)
--------------------------------------------------
I'm sorry, I have spelled wrond the word, DIVINE.
HOWEVER, in this case the term refers to the churches in the area. As the problem is explaining the name of the village, I suggest that you explain the origin of the name in brackets, saying that in Greek "theia" means "divine".
I hope that helps.
Extract from the ΛΚΝ dictionary:
θείος -α -ο [θíos] Ε4 : 1. που έχει σχέση με το Θεό. α. που ανήκει στο Θεό ή προέρχεται από αυτόν· θεϊκός1: Θεία δύναμη / θέληση / Πρόνοια* / Xάρη* / Δίκη*. Θείο βρέφος, ο νεογέννητος Xριστός. Tο Θείο Δράμα, τα πάθη του Xριστού. β. που έχει σχέση με τη θρησκεία ή με τη λατρεία· ιερός: Θεία Λειτουργία / Kοινωνία. Tο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. || (ως ουσ.) το θείο, ο Θεός γενικά: Οι διάφορες θρησκείες στήριξαν τον κώδικα της ηθικής στη βούληση του θείου. || (ως ουσ.) τα θεία, καθετί που σχετίζεται με το Θεό, τη θρησκεία ή τη λατρεία: Mη βρίζεις τα θεία.
--------------------------------------------------
Note added at 24 mins (2015-06-15 12:08:45 GMT)
--------------------------------------------------
I'm sorry, I have spelled wrond the word, DIVINE.
4 KudoZ points awarded for this answer.
Comment: "Selected automatically based on peer agreement."
+1
24 mins
holies / sacred
From Traintafyllides (last definition under meaning 1):
θείος -α -ο [θíos] Ε4 : 1. που έχει σχέση με το Θεό. α. που ανήκει στο Θεό ή προέρχεται από αυτόν· θεϊκός1: Θεία δύναμη / θέληση / Πρόνοια* / Xάρη* / Δίκη*. Θείο βρέφος, ο νεογέννητος Xριστός. Tο Θείο Δράμα, τα πάθη του Xριστού. β. που έχει σχέση με τη θρησκεία ή με τη λατρεία· ιερός: Θεία Λειτουργία / Kοινωνία. Tο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. || (ως ουσ.) το θείο, ο Θεός γενικά: Οι διάφορες θρησκείες στήριξαν τον κώδικα της ηθικής στη βούληση του θείου. || (ως ουσ.) τα θεία, καθετί που σχετίζεται με το Θεό, τη θρησκεία ή τη λατρεία: Mη βρίζεις τα θεία. 2. (μτφ.) πολύ ανώτερος από το συνηθισμένο· θεϊκός2. α. έξοχος, υπέροχος: Θεία μελωδία / αρμονία. β. που το μεγαλείο του ξεπερνάει τα ανθρώπινα όρια: Ο ~ ποιητής / Όμηρος.
--------------------------------------------------
Note added at 25 mins (2015-06-15 12:09:13 GMT)
--------------------------------------------------
*Triantafyllides
θείος -α -ο [θíos] Ε4 : 1. που έχει σχέση με το Θεό. α. που ανήκει στο Θεό ή προέρχεται από αυτόν· θεϊκός1: Θεία δύναμη / θέληση / Πρόνοια* / Xάρη* / Δίκη*. Θείο βρέφος, ο νεογέννητος Xριστός. Tο Θείο Δράμα, τα πάθη του Xριστού. β. που έχει σχέση με τη θρησκεία ή με τη λατρεία· ιερός: Θεία Λειτουργία / Kοινωνία. Tο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. || (ως ουσ.) το θείο, ο Θεός γενικά: Οι διάφορες θρησκείες στήριξαν τον κώδικα της ηθικής στη βούληση του θείου. || (ως ουσ.) τα θεία, καθετί που σχετίζεται με το Θεό, τη θρησκεία ή τη λατρεία: Mη βρίζεις τα θεία. 2. (μτφ.) πολύ ανώτερος από το συνηθισμένο· θεϊκός2. α. έξοχος, υπέροχος: Θεία μελωδία / αρμονία. β. που το μεγαλείο του ξεπερνάει τα ανθρώπινα όρια: Ο ~ ποιητής / Όμηρος.
--------------------------------------------------
Note added at 25 mins (2015-06-15 12:09:13 GMT)
--------------------------------------------------
*Triantafyllides
17 hrs
places of worship
Another alternaternative based soleley on your context that it was surrounded by "τα θεία" (sacred places as temples, churches etc.) in antiquity and now.
Something went wrong...