Glossary entry (derived from question below)
English term or phrase:
vesting
Greek translation:
χρήση (δικαιώματος)
Added to glossary by
Natassa Iosifidou
Jan 11, 2003 15:44
21 yrs ago
2 viewers *
English term
vesting
English to Greek
Bus/Financial
"...when vesting of options is accelerated."
"Vesting of your grant refers to the dates when you are permitted to exercise your options."
"Vesting of your grant refers to the dates when you are permitted to exercise your options."
Proposed translations
(Greek)
3 +6 | μετατροπή | Spiros Doikas |
5 | επενδύω/ επένδυση | Evie Kampouroglou |
Proposed translations
+6
2 hrs
Selected
μετατροπή
vesting= Conversion. For example the vesting of a pension fund is its conversion into a pension.
http://glossary.global-investor.com/pages/glossary.htm?Searc...
VESTING=A guideline stipulating that employees must be entitled to their entire retirement benefits within a certain period of time even if they are no longer with the employer.
VESTING=An ERISA guideline stipulating that employees must be entitled to their benefits from a pension fund, profit-sharing plan or Employee Stock Ownership Plan, within a certain period of time, even if they no longer work for their employer
VEST=Become applicable or exercisable. A term mainly used on the context of employee stock ownership or option programs. Employees might be given equity in a firm but they must stay with the firm for a number of years before they are entitled to the full equity. This is a vesting provision. It provides incentive for the employee to perform.
http://biz.yahoo.com/f/g/bfglosv.html
VEST=παρέχω ή εκχωρώ απόλυτο ή νόμιμο δικαίωμα:
the estate is vested in the heir the very moment
the owner dies νομ. η κληρονομία περιέρχεται
στον κληρονόμο τη στιγμή του θανάτου του
κατόχου της # περιβάλλω (με δικαιοδοσίες κτλ.):
vest sb. with authority περιβάλλω κάποιον με
εξουσίες # ενδύω ή περιβάλλω με τελετουργική ή
ιερατική στολή # ΦΡ. vested interest
κατοχυρωμένο ή έννομο συμφέρον § vested right
κεκτημένο δικαίωμα § under the authority vested
in me.. δια των εξουσιών με τις οποίες είμαι
περιβεβλημένος..
(XRISI MAGENTA)
VESTING=Εμπιστεύομαι, επενδύω, περιβάλλω με εξουσίες, μεταβιβάζω κυριότητα.
VESTING=Το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του εργαζομένου στις εισφορές του εργοδότη του στο ασφαλιστικό ταμείο
(Χρυσοβιτσιώτη)
http://glossary.global-investor.com/pages/glossary.htm?Searc...
VESTING=A guideline stipulating that employees must be entitled to their entire retirement benefits within a certain period of time even if they are no longer with the employer.
VESTING=An ERISA guideline stipulating that employees must be entitled to their benefits from a pension fund, profit-sharing plan or Employee Stock Ownership Plan, within a certain period of time, even if they no longer work for their employer
VEST=Become applicable or exercisable. A term mainly used on the context of employee stock ownership or option programs. Employees might be given equity in a firm but they must stay with the firm for a number of years before they are entitled to the full equity. This is a vesting provision. It provides incentive for the employee to perform.
http://biz.yahoo.com/f/g/bfglosv.html
VEST=παρέχω ή εκχωρώ απόλυτο ή νόμιμο δικαίωμα:
the estate is vested in the heir the very moment
the owner dies νομ. η κληρονομία περιέρχεται
στον κληρονόμο τη στιγμή του θανάτου του
κατόχου της # περιβάλλω (με δικαιοδοσίες κτλ.):
vest sb. with authority περιβάλλω κάποιον με
εξουσίες # ενδύω ή περιβάλλω με τελετουργική ή
ιερατική στολή # ΦΡ. vested interest
κατοχυρωμένο ή έννομο συμφέρον § vested right
κεκτημένο δικαίωμα § under the authority vested
in me.. δια των εξουσιών με τις οποίες είμαι
περιβεβλημένος..
(XRISI MAGENTA)
VESTING=Εμπιστεύομαι, επενδύω, περιβάλλω με εξουσίες, μεταβιβάζω κυριότητα.
VESTING=Το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του εργαζομένου στις εισφορές του εργοδότη του στο ασφαλιστικό ταμείο
(Χρυσοβιτσιώτη)
2 KudoZ points awarded for this answer.
Comment: "Σ'ευχαριστώ!"
20 hrs
επενδύω/ επένδυση
vesting σημαίνει επενδύω/ παραχωρώ δικαίωμα ή κυριότητα.
Κυριολεκτικά και μεταφορικά σε όλα τα πεδία, το ρήμα vest έχει την ερμηνεία του ενδύω- επενδύω.
Κυριολεκτικά και μεταφορικά σε όλα τα πεδία, το ρήμα vest έχει την ερμηνεία του ενδύω- επενδύω.
Something went wrong...