Aug 8, 2007 14:46
17 yrs ago
1 viewer *
English term
grievance
English to Greek
Social Sciences
Government / Politics
"Yet the politico-legal definition of the term 'nation' remains problematic and since nations were "born" differently, the degree of inclusion and exclusion, of entitlement and grievance, differs from one nation to the next..."
Proposed translations
(Greek)
4 +1 | αιτία για διαμαρτυρία |
Nadia-Anastasia Fahmi
![]() |
3 +1 | παράπονο |
Evi Prokopi (X)
![]() |
3 | δυσαρέσκεια |
Sokratis VAVILIS
![]() |
4 -1 | διαπραχθέντων ανομημάτων (εις βάρος) |
Elena Petelos
![]() |
Proposed translations
25 mins
δυσαρέσκεια
ορισμός (αγγλ)
1. a resentment strong enough to justify retaliation (syn: grudge, score, bitterness, rancour, resentment, gall)
2. an allegation that something imposes an illegal obligation or denies some legal right or causes injustice allegation- (law) a formal accusation against somebody (often in a court of law); "an allegation of malpractice"
3. an allegation that something imposes an illegal obligation or denies some legal right or causes injustice allegation - (law) a formal accusation against somebody (often in a court of law); "an allegation of malpractice"
the freedictionary.com
1. a resentment strong enough to justify retaliation (syn: grudge, score, bitterness, rancour, resentment, gall)
2. an allegation that something imposes an illegal obligation or denies some legal right or causes injustice allegation- (law) a formal accusation against somebody (often in a court of law); "an allegation of malpractice"
3. an allegation that something imposes an illegal obligation or denies some legal right or causes injustice allegation - (law) a formal accusation against somebody (often in a court of law); "an allegation of malpractice"
the freedictionary.com
+1
5 mins
παράπονο
--------------------------------------------------
Note added at 26 mins (2007-08-08 15:12:17 GMT)
--------------------------------------------------
Δες καλύτερα εδώ πριν κλείσεις την ερώτηση. http://www.proz.com/kudoz/2074120
Πιστεύω πως είναι λάθος να ζητήσεις απάντηση μόνο για τη μία λέξη, γιατί είναι έκφραση. Άρα και η ερμηνεία που δίνω ή που θα δώσει κάποιος άλλος μπορεί να μη στέκει.
+1
48 mins
αιτία για διαμαρτυρία
Με την έννοια του "στέρηση δικαιωμάτων"
A complaint about a (real or imaginary) wrong that causes resentment and is grounds for action
A complaint about a (real or imaginary) wrong that causes resentment and is grounds for action
-1
2 hrs
διαπραχθέντων ανομημάτων (εις βάρος)
Βλ. και
http://www.proz.com/kudoz/2074120
(δεν το είχα δει ότι το ρώτησες χωριστά, πολύ φοβάμαι. :))
--------------------------------------------------
Note added at 2 hrs (2007-08-08 17:08:11 GMT)
--------------------------------------------------
Kαι από Γεωργακά:
ανόμημα[anómima] το, (L)(1)illegal, injurious or wrongful act, crime (syn αδίκημα, έκνομη or παράνομη πράξη, παρανομία)-----πολιτικά ανομήματα | το ~ του αυταρχισμού | τα ανομήματα δεν πρέπει να μένουν ατιμώρητα | τα ανομήματα της χουντικής επταετίας (1967-1974) | τα ανομήματα της διεφθαρμένης πολιτικής ηγεσίας επλήρωσαν ακόμη και με το αίμα τους οι λίγες φωτεινές μορφές της νεώτατης ιστορίας μας (Papanoutsos) | υφίσταται και η ίδια η Eυρώπη τις συνέπειες των ανομημάτων της---- (Panagiotop).(a)wrongdoing (in general), sin, crimeείναι απλούστατα ένοχες συνειδήσεις που έχουν εις βάρος τους ένα πλήθος ανομήματα καλλιτεχνικά (ThAthanasiadis-N).(2)synecd transgression, sin (syn αμάρτημα, αμαρτία, κρίμα)ανεξίτηλα ανομήματα | προσεύχεται για το πλήθος των ανομημάτων του | καλεί έναν ιερέα να του εξομολογηθεί τα ανομήματά του | τ' ανομήματα θα πληρωθούν, ο Θεός θα εκδικηθεί | συχνά ένας άνθρωπος πέθαινε χωρίς να υποφέρει την τιμωρία που του άξιζε για τα ανομήματά του (Nilsson transl by Kakridis) | ούτε κρίμα ούτε ~ κηλίδα δε θ' αφίνει και όλες οι πνιγερές αμαρτίες θα εξαλειφθούν (Papatsonis) | [...]
http://www.komvos.edu.gr/dictionaries/dictonline/DictOnLineC...
http://www.proz.com/kudoz/2074120
(δεν το είχα δει ότι το ρώτησες χωριστά, πολύ φοβάμαι. :))
--------------------------------------------------
Note added at 2 hrs (2007-08-08 17:08:11 GMT)
--------------------------------------------------
Kαι από Γεωργακά:
ανόμημα[anómima] το, (L)(1)illegal, injurious or wrongful act, crime (syn αδίκημα, έκνομη or παράνομη πράξη, παρανομία)-----πολιτικά ανομήματα | το ~ του αυταρχισμού | τα ανομήματα δεν πρέπει να μένουν ατιμώρητα | τα ανομήματα της χουντικής επταετίας (1967-1974) | τα ανομήματα της διεφθαρμένης πολιτικής ηγεσίας επλήρωσαν ακόμη και με το αίμα τους οι λίγες φωτεινές μορφές της νεώτατης ιστορίας μας (Papanoutsos) | υφίσταται και η ίδια η Eυρώπη τις συνέπειες των ανομημάτων της---- (Panagiotop).(a)wrongdoing (in general), sin, crimeείναι απλούστατα ένοχες συνειδήσεις που έχουν εις βάρος τους ένα πλήθος ανομήματα καλλιτεχνικά (ThAthanasiadis-N).(2)synecd transgression, sin (syn αμάρτημα, αμαρτία, κρίμα)ανεξίτηλα ανομήματα | προσεύχεται για το πλήθος των ανομημάτων του | καλεί έναν ιερέα να του εξομολογηθεί τα ανομήματά του | τ' ανομήματα θα πληρωθούν, ο Θεός θα εκδικηθεί | συχνά ένας άνθρωπος πέθαινε χωρίς να υποφέρει την τιμωρία που του άξιζε για τα ανομήματά του (Nilsson transl by Kakridis) | ούτε κρίμα ούτε ~ κηλίδα δε θ' αφίνει και όλες οι πνιγερές αμαρτίες θα εξαλειφθούν (Papatsonis) | [...]
http://www.komvos.edu.gr/dictionaries/dictonline/DictOnLineC...
Peer comment(s):
disagree |
Nick Lingris
: Εδώ μέσα δεν έχει θέση, γιατί θα το δούμε μετά να μεταφράζει το citizens' grievances.
1 day 4 hrs
|
Συγγνώμη, δεν είναι δυνατόν να επιλέγω αποδόσεις φροντίζοντας για το τι θα χρησιμοποιήσει κάπου/κάπως/κάποτε... κάποιος. 2nd def. (princ. an allegation that something imposes an illegal obligation or denies some legal right or causes injustice
|
Something went wrong...